-
1 жилой
жилой κατοικήσιμος \жилойое помещение η κατοικία \жилойая площадь о κατοικήσιμος χώ ρος* * *жило́е помеще́ние — η κατοικία
жила́я пло́щадь — ο κατοικήσιμος χώρος
1 жилой
жило́е помеще́ние — η κατοικία
жила́я пло́щадь — ο κατοικήσιμος χώρος